ἁμαρτωλούς

ἁμαρτωλούς
ἁμαρτωλός
erroneous
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Magic in Negima — This page discusses the magic and magic systems in the manga and anime series . Western Mages and Eastern Mages In Negima, the two main divisions of magic shown are Western (European) and Eastern (Asian). Western magic is largely based on real… …   Wikipedia

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • επιτίμιο — το (AM ἐπιτίμιον) [επιτιμώ] (συνήθως στον πληθ. επιτίμια) ποινή, τιμωρία, πρόστιμο («τοῑσι δὲ παρακτωμένοισι ξεινικοὺς νόμους τοιαῡτα ἐπιτίμια διδοῡσι», Ηρόδ.) μσν. νεοελλ. τιμωρία σωματική ή χρηματική που επιβάλλει ο ιερέας ως πνευματικός σε… …   Dictionary of Greek

  • μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • χρηστότητα — η / χρηστότης, ητος, ΝΜΑ [χρηστός] η ιδιότητα τού χρηστού, ηθικότητα, εντιμότητα μσν. αρχ. αγαθότητα ψυχής, καλοσύνη («ἵνα τὴν ὅλην αὐτοῡ χρηστότητα καὶ φιλανθρωπίαν εἰς ἡμᾱς ἐπιδείξηται τοὺς ἁμαρτωλούς», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. μωρία, ανοησία 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • Άβε Μαρία — Λατινική φράση (Χαίρε Μαρία) με την οποία αρχίζει ο πιο γνωστός ύμνος των καθολικών στην Παναγία. Περιλαμβάνει τρία μέρη: α) τον χαιρετισμό του αρχάγγελου Γαβριήλ στην Παναγία «Ave Maria gratia plena, Dominus tecum benedicta tu in mulieribus»… …   Dictionary of Greek

  • Αλλάχ — Όνομα που δίνει στο υπέρτατο ον η μουσουλμανική θρησκεία (από το αραβικό αλ ιλάχ = Θεός). Κατά το Κοράνιο, ο Α. είναι ο δημιουργός των πάντων, ο ύψιστος κριτής της δημιουργίας του, ο ελεήμονας ευεργέτης. Την ώρα της κρίσης θα διαχωρίσει τους… …   Dictionary of Greek

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Βαρούνα — Βεδική θεότητα που συνήθως λατρεύεται μαζί με τον Μίτρα (τον ιρανικό Μίθρα· συμβολίζει τον ουράνιο θόλο και τα κοσμικά ύδατα, απ’ όπου προέρχεται η ζωή. Φύλακας της κοσμικής τάξης (ρτα) και της δύναμης (ξάτρα), ο Β. συλλαμβάνει με τον αλάθευτο… …   Dictionary of Greek

  • Γκρανάδα, Λουίς ντε- — (Luis de Granada, Γρανάδα 1504 – Λισαβόνα 1588).Ισπανός συγγραφέας. Μοναχός του τάγματος των δομινικανών· συγγραφέας μεγάλης μόρφωσης και πολύ παραγωγικός –έγραψε επίσης στα λατινικά και στα πορτογαλικά– θεωρείται ένας από τους πιο αξιόλογους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”